- κατάρρησις
- κατάρρησιςaccusationfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατάρρησις — κατάρρησις, ἡ (AM) συκοφαντία, διαβολή αρχ. 1. κατηγορία 2. καταδίκη 3. κριτική, σχόλιο, αξιολόγηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ρρησις (< ῥῆσις < εἴρω[ΙΙ] «ομιλώ»), πρβλ. αντί ρρησις, πρό ρρησις] … Dictionary of Greek
καταρρήσεις — κατάρρησις accusation fem nom/voc pl (attic epic) κατάρρησις accusation fem nom/acc pl (attic) καταρρέω flow down aor subj act 2nd sg (epic) καταρρέω flow down fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταρρήσεσιν — κατάρρησις accusation fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάρρησιν — κατάρρησις accusation fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταρρήσεων — καταρρήσεω̆ν , κατάρρησις accusation fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταρρήσεως — καταρρήσεω̆ς , κατάρρησις accusation fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταρρήσῃ — καταρρήσηι , κατάρρησις accusation fem dat sg (epic) καταρρέω flow down aor subj mid 2nd sg καταρρέω flow down aor subj act 3rd sg καταρρέω flow down fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)